- ψευδάγγελος
- ψευδάγγελοςbringing a false reportmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψευδάγγελος — ο/ ψευδάγγελος, ον, ΝΑ άτομο που φέρνει ψευδείς αγγελίες ή εσφαλμένες πληροφορίες αρχ. φρ. «Ὀδυσσεὺς ὁ ψευδάγγελος» τίτλος συγγραφικού έργου (Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἄγγελος] … Dictionary of Greek
ψευδαγγέλου — ψευδάγγελος bringing a false report masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαγγέλων — ψευδάγγελος bringing a false report masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαγγέλῳ — ψευδάγγελος bringing a false report masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδάγγελοι — ψευδάγγελος bringing a false report masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδάγγελον — ψευδάγγελος bringing a false report masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαγγελής — ές, Α ψευδάγγελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδάγγελος, κατά τα σιγμόληκτα επίθ. σε ής] … Dictionary of Greek
ψευδαγγελώ — έω, Α [ψευδάγγελος] είμαι ψευδάγγελος … Dictionary of Greek
άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… … Dictionary of Greek
ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) … Dictionary of Greek